Κλυμένου

Κλυμένου
Κλύμενος
famous
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλυμένου — κλύμενον honeysuckle neut gen sg κλύμενος famous masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινεύς — έως, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. ως κύριο όν. Σχοινεύς μυθ. γιος τού Αθάμαντος και τής Θεμιστούς, πατέρας τής Αταλάντης και τού Κλυμένου, επώνυμος οικιστής τής βοιωτικής πόλης Σχοίνου και τού αρκαδικού Σχοινούντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”